Σε αυτή τη σελίδα: firm up, firm
Ο όρος 'firm up' παραπέμπει στον όρο 'firm'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'firm up' is cross-referenced with 'firm'. It is in one or more of the lines below.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
firm up vi phrasal (person, muscles: get in shape)γυμνάζομαι ρ αμ
  (μυς)σφίγγω ρ αμ
 Steve has started going to the gym to firm up.
firm [sth] up vtr phrasal sep (make toned)γυμνάζω ρ μ
  (μυς)σφίγγω ρ αμ
 You really need to firm up your muscles.
firm [sth] up vtr phrasal sep (details: confirm)οριστικοποιώ ρ μ
  (μεταφορικά)κλειδώνω ρ μ
 The managing director is keen to firm the contract up.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
firm n (partnership: professional services)εταιρία, εταιρεία ουσ θηλ
  επιχείρηση ουσ θηλ
 She ran a small advertising firm.
 Διευθύνει μια μικρή διαφημιστική εταιρία (or: εταιρεία).
firm adj (solid, strong)σκληρός επίθ
 The bed was firm, but comfortable.
 Το κρεβάτι ήταν σκληρό, αλλά άνετο.
firm adj (securely fixed)σταθερός επίθ
 A firm anchor will hold a ship in a gale.
 Μια σταθερή άγκυρα θα συγκρατήσει το πλοίο σε περίπτωση ανεμοθύελλας.
firm adj (without movement)σταθερός επίθ
 Put in another nail to make it firm.
 Βάλε άλλο ένα καρφί για να είναι σταθερό.
firm adj (person: unwavering)σταθερός, ακλόνητος επίθ
  αμετάπειστος επίθ
  (μεταφορικά)αμετακίνητος επίθ
 He is firm in his beliefs and will not change his mind.
 Είναι σταθερός (or: ακλόνητος) στις πεποιθήσεις του και δεν θα αλλάξει γνώμη.
firm adj (person: resolute)σταθερός, ακλόνητος επίθ
  (μεταφορικά)αμετακίνητος επίθ
 He was firm in his decision to leave the company.
 Έμεινε σταθερός στην απόφασή του να φύγει από την εταιρεία.
firm adj (decision, agreement) (επίσημο: δεν αλλάζει)αμετάκλητος επίθ
 He made a firm decision to stay home, and nobody could change his mind.
 Πήρε την αμετάκλητη απόφαση να μείνει σπίτι και κανένας δεν μπορούσε να του αλλάξει γνώμη.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
firm adj (prices: stable)σταθερός επίθ
  (καθομ: τιμή που δεν μειώνεται)ακατέβατος επίθ
 He set a firm price for the car, and would not accept less.
firm,
firm up
vi
(become firm)σφίγγω ρ αμ
  γίνομαι σφιχτός περίφρ
  (επίσημο)στερεοποιούμαι ρ αμ
 This cheesecake will firm overnight if you leave it in the refrigerator.
firm [sth] vtr (make firm)σταθεροποιώ ρ μ
 After planting seeds one must firm the soil.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
firm up | firm
ΑγγλικάΕλληνικά
firm up the details v expr informal (confirm, decide)επιβεβαιώνω τις λεπτομέρειες περίφρ
 The two sides are meeting to firm up the details of the agreement.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση firm up στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «firm up».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!